Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθονεραί — φθονερός envious fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικρώζω — ἐπικρώζω (Α) 1. κράζω δυνατά («φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσαι κορῶναι», Αριστοφ.) 2. φωνάζω εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek